- αξιοκρατικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ο σύμφωνος με την αξιοκρατία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αξιοκρατικός — ή, ό ο σύμφωνος με το ιδανικό της αξιοκρατίας («αξιοκρατικά κριτήρια») … Dictionary of Greek